Σπανακόπιτα με αφράτο, σπιτικό φύλλο
Συχνά σκέφτομαι το φαγητό σαν μια άγκυρα που συγκρατεί τις αναμνήσεις μου στο λιμάνι του συνειδητού, προστατευμένες από τον ωκεανό της λήθης, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που προσκαλεί και επαναφέρει στιγμές και ιστορίες από το παρελθόν. Τόσο έντονη είναι η συσχέτιση του φαγητού με την μνήμη μέσα μου, που για μεγάλα διαστήματα, τροφές που συνδέθηκαν με μια δυσάρεστη στιγμή δεν τις φέρνω στην κουζίνα μου και δεν τις τρώω, μέχρις ότου μια πολύ δελεαστική συνταγή ή μια ευκαιρία να ειδωθούν υπό ένα νέο φωτεινό πρίσμα -όπως ένα φιλόξενο τραπέζι με αγαπημένους ανθρώπους ή ένα ταξίδι- μου δίνουν το κίνητρο να τις ξαναδοκιμάσω. Αυτοί οι συσχετισμοί συναισθημάτων – αισθήσεων – τροφής είναι ο λόγος που συχνά, όταν μοιράζομαι στην διαδικτυακή μου κουζίνα κάποια συνταγή, ξεκινάω γράφοντας ένα κομμάτι της ανάμνησης, μια μικρή ιστορία που καταχωρήθηκε συγχρόνως με το εν λόγω φαγητό ή γλυκό στην μνημονική μου βιβλιοθήκη.
Αν και θα μπορούσα να φλυαρήσω με μερικές ακόμα παραγράφους αφιερωμένες στη μνήμη και τη λήθη, μια που ανήκουν στην θεματολογία που κρατάει συχνά συντροφιά στο μυαλό μου, προς το παρόν θα κλείσω με μια ανάμνηση που αφορά τις σπανακόπιτες της παιδικής μου ηλικίας. Ως παιδί λοιπόν, η πρώτη αντίδρασή μου στην εικόνα μιας σπανακόπιτας ήταν να σουφρώσω τα μάτια και τα φρύδια μου, τόσο που η μύτη μου να γεμίσει πολλές μικρές ζάρες και να σφιχτούν τα δόντια μου, να αποστρέψω το κεφάλι μου και με καθαρή και δυνατή φωνή να πω “μπλιαχ” σε όποιον δε κατάλαβε. Δεν έχει σημασία που σήμερα η σπανακόπιτα είναι ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά -ιδίως η σημερινή είναι από αυτές που θα μπορούσα να τρώω κάθε μέρα, μεσημέρι και βράδυ όλο τον επόμενο μήνα- ή που το σπανάκι ήταν αυτό που έκανε τόσο δυνατό τον αγαπημένο μου Ποπάυ -με την ευκαιρία ξέρει κάποιος αν τελικά ο Ρεβυθούλης ήταν γιος του; Μπορεί να μην την είχα δοκιμάσει, μπορεί να πεινούσα, όμως ήμουν κάθετη και αμετακίνητη. Δεν θα την έτρωγα ποτέ γιατί πολύ απλά ήταν μέσα στον κατάλογο των “μπλιαχ” φαγητών. Αν αυτό δεν αποτελεί λόγο για να μην φάει κανείς σπανακόπιτα τότε τι αποτελεί;
Σήμερα όμως, αν και βαριέμαι το πλύσιμο του σπανακιού, την φτιάχνω συχνά και πάντα χαμογελάω με αυτή την διασκεδαστική ειρωνεία, αφού πλέον στην θέα μιας σπανακόπιτας τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και οι σιελογόνοι μου υπερλειτουργούν – στοιχεία που υποδεικνύουν ότι έχει ενταχθεί επίσημα στα “μιαμ” φαγητά. Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι η κρούστα της που όταν είναι σπιτική αποτελεί από μόνη της λόγο για δεύτερο και τρίτο κομμάτι. Μια εύκολη και γευστική συνταγή για σπανακόπιτα με ζύμη τραγανή και ψωμένια και γέμιση ζουμερή και μαλακή σαν κρέμα γεμάτη με τα αρώματα ενός φροντισμένου κήπου στις αρχές του χειμώνα είναι η σημερινή. Εφόσον βρεθεί κάποιος εθελοντής να πλύνει το σπανάκι, κατά τα άλλα η πίτα αυτή χρειάζεται τον ελάχιστο δυνατό χρόνο για να παρασκευαστεί και παραμένει τραγανή και νόστιμη ακόμα και την επόμενη μέρα αφού την ζεστάνουμε.
Υλικά
(για ένα ταψί διαμέτρου 30 εκ.)
για την ζύμη
- 3/4 φλιτζ. ελαιόλαδο
- 3/4 φλιτζ. νερό χλιαρό
- 1/4 φλιτζ. κρασί λευκό
- 2 1/2 κ.γ. μπέικιν πάουντερ
- 1 κ.γ. αλάτι
- 3 1/2 – 4 φλιτζ. αλεύρι λευκό ή ολικής για όλες τις χρήσεις και λίγο ακόμα για το άνοιγμα των φύλλων
για την γέμιση
- 750 γρ. φρέσκο και τρυφερό σπανάκι χονδροκομμένο
- 1 ματσάκι άνηθο ψιλοκομμένο
- 5-6 κρεμμυδάκια φρέσκα ολόκληρα ψιλοκομμένα
- 4 κ.σ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
- 1 κ.γ. αλάτι
- 1 κ.γ. κύμινο
- πιπέρι
μαυροκούκι και σουσάμι για το πασπάλισμα
Εκτέλεση
1. Για την κρούστα: Αναμειγνύουμε το ελαιόλαδο, το νερό και το κρασί μαζί με το μπέικιν πάουντερ και το αλάτι και προσθέτουμε το αλεύρι σε 2-3 δόσεις, ζυμώνοντας για λίγα λεπτά μέχρι να σχηματιστεί μια εύπλαστη ζύμη που να μην κολλάει στα χέρια. Την σκεπάζουμε με μια πετσέτα και την αφήνουμε να ξεκουραστεί για μισή ώρα τουλάχιστον.
2. Για την γέμιση: Ανακατεύουμε όλα τα υλικά, τα δουλεύουμε λίγο με τα χέρια μας έτσι ώστε να μειωθεί ο όγκος τους και τα αφήνουμε να σταθούν μέχρι να ανοίξουμε το φύλλο.
3. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 200 οC και λαδώνουμε ένα ταψί διαμέτρου 30 εκ. Χωρίζουμε το ζυμάρι σε δυο κομμάτια, το ένα ελαφρώς μεγαλύτερο. Παίρνουμε το μεγάλο κομμάτι και σε αλευρωμένη επιφάνεια ανοίγουμε ένα στρογγυλό φύλλο με τον πλάστη πάχους 1/2-1 εκατοστό -αν κολλάει πασπαλίζουμε με λίγο αλεύρι. Το απλώνουμε στο ταψί φροντίζοντας να καλύπτονται και τα τοιχώματα και καλύπτουμε ομοιόμορφα με τη γέμιση. Ανοίγουμε και το δεύτερο κομμάτι ζύμης σε φύλλο με διάμετρο όση και η διάμετρος του ταψιού και πάχος 1/2 – 1 εκατοστό και σκεπάζουμε. Φέρνουμε τις άκρες του κάτω φύλλου προς τα μέσα και τις στριμώχνουμε στα τοιχώματα του ταψιού για να σφραγίσουμε τη γέμιση.
4. Ραντίζουμε την επιφάνεια της πίτας με λίγο νερό και με ένα πιρούνι την τρυπάμε σε αρκετά σημεία ομοιόμορφα. Πασπαλίζουμε με μαυροκούκι και σουσάμι και ψήνουμε για 50-60 λεπτά περίπου ή μέχρι να ροδίσει η επιφάνεια και να ψηθεί το εσωτερικό. Αφήνουμε να κρυώσει ελαφρώς και σερβίρουμε.
Σημείωση: Την ζύμη δεν την ζυμώνουμε πολύ έτσι ώστε να γίνει τραγανή και αφράτη στο ψήσιμο. Αν δεν θέλουμε να προσθέσουμε κρασί στην ζύμη, μπορούμε να το αντικαταστήσουμε με ίση ποσότητα χυμό πορτοκαλιού.